- δουλωτικός
- δουλ-ωτικός, ή, όν,A pertaining to service,
πρᾶγμα Plu.Nob.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρᾶγμα Plu.Nob.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουλωτικός — ή, ό (AM δουλωτικός, ή, όν) νεοελλ. υπάκουος αρχ. μσν. εξυπηρετικός … Dictionary of Greek